- πυροφωσφορικός
- -ή, -ό, Νφρ. α) «πυροφωσφορική θειαμίνη»(βιοχ.) παλαιότερη ονομασία τής καρβοξυλάσηςβ) «πυροφωσφορικό οξύ»χημ. ονομασία ενός οξέος τού φωσφόρου που προκύπτει από τη συμπύκνωση δύο μορίων φωσφορικού οξέος με ταυτόχρονη αποβολή ενός μορίου νερούγ) «πυροφωσφορικός τετρααιθυλεστέρας»χημ. οργανική ένωση, εστέρας τής αιθυλικής αλκοόλης με το πυροφωσφορικό οξύ, η οποία παρασκευάζεται με επίδραση οξυχλωριούχου ή πενταχλωριούχου φωσφόρου σε φωσφορικό τριαιθυλεστέραδ) «πυροφωσφορικός δεσμός»(βιοχ.) ο χημικός δεσμός μεταξύ πυροφωσφορικού οξέος και μιας άλλης οργανικής ένωσηςε) «πυροφωσφορικός εστέρας»(βιοχ.) ο εστέρας τού ανόργανου πυροφωσφορικού οξέος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrophosphoric (< πυρ + φωσφορικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].
Dictionary of Greek. 2013.